- αχρησιμοποίητο
- kullanılmamış
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ακάπνιστος — η, ο (Α ἀκάπνιστος, ον) [καπνίζω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει μαυρίσει από καπνούς «τοίχος ακάπνιστος» 2. (για λουκάνικα, κρέατα, ψάρια) αυτός που δεν τόν έχουν στεγνώσει με καπνό, που δεν είναι καπνιστός 3. (για τσιγάρα) αυτά που είναι… … Dictionary of Greek
αποθησαύριση — Το οικονομικό φαινόμενο της εκούσιας άρνησης εκείνου που έχει χρήμα να το χρησιμοποιήσει για καταναλωτικούς σκοπούς ή για επενδύσεις. Πολύ διαδεδομένη κάποτε, ειδικά στις λιγότερο εξελιγμένες κοινωνικές τάξεις, η α. τείνει σήμερα να περιοριστεί… … Dictionary of Greek
χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους … Dictionary of Greek
αχρησιμοποίητος — η, ο 1. αυτός που δε χρησιμοποιείται: Ένα δωμάτιο του σπιτιού μένει αχρησιμοποίητο. 2. ακατάλληλος για χρήση: Αυτή η ξυριστική μηχανή είναι πια αχρησιμοποίητη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκουριά — η 1. οξείδιο του σιδήρου: Αυτό το αλέτρι έμεινε αχρησιμοποίητο πολύ καιρό κι έπιασε σκουριά. 2. στερεό υπόλειμμα από την καύση γαιανθράκων. 3. ασθένεια των φυτών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)